πωματίας

πωματίας
ὁ, Α
είδος σαλιγκαριού που έκλεινε τον χειμώνα το όστρακό του με ένα λεπτό κάλυμμα, όμοιο με λέπι ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῶμα, -ατος «κάλυμμα, καπάκι» + κατάλ. -ίας* (πρβλ. ξιφ-ίας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πωματίας — πωματίᾱς , πωματίας a snail masc acc pl πωματίᾱς , πωματίας a snail masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωμάτιον — τὸ, ΜΑ υποκορ. τού πώμα·|| μσν. ο πωματίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῶμα, ατος «καπάκι, σκέπασμα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”